διαδικασμός

διαδικέω-ῶ

διάδικος
δι·αδικέω-ῶ [ᾰῐ] (part. prés. -ούσης) commettre une grave injustice, DC. 58, 16.
Étym. διά, ἀδικέω.
διαδικέω-ῶ [ᾰῐ] (seul. prés.)
1 juger un procès, DC. 40, 55 ||
2 être en procès, Plut. M. 196b.
Étym. διάδικος.