διαδράς

διαδρασιπολῖται

διάδρασις
διαδρασι·πολῖται, ῶν (οἱ) [ρᾱῐῑ] déserteurs des affaires publiques, Ar. Ran. 1014.
Étym. διαδιδράσκω, πολίτης.