διαγλυφή

διάγλυφος

διαγλύφω
διά·γλυφος, ος, ον [] taillé en creux, ciselé, Nyss. 1, 409 d, 524 b, etc. ; Naz. 3, 1100 a Migne.
Étym. διαγλύφω.