διαγνωστέον

διαγνωστικός

διαγνωστός
διαγνωστικός, ή, όν, capable de discerner, de reconnaître, gén. Luc. Salt. 74, à côté de κριτικός; abs. joint à διακριτικός, Luc. Herm. 69 ; particul. t. de méd. capable de diagnostiquer, gén. Gal. 2, 188 ; Orib. 1, 3 B.-Dar.
Étym. διαγιγνώσκω.