διαγνωστός

διαγογγύζω

διαγογγυσμός
δια·γογγύζω :
1 murmurer entre soi, en parl. de plus. pers. NT. Luc. 15, 2, etc. ; κατά τινος, Spt. Ex. 16, 7, 8 ; ἐπί τινα, Spt. Num. 14, 2, contre qqn ||
2 murmurer, en gén. Hld. 7, 27.