διαγράφω

διαγρηγορέω-ῶ

διαγριαίνω
δια·γρηγορέω-ῶ (seul. part. ao. -ήσας) passer la nuit en veillant, NT. Luc. 9, 32 ; πάσης τῆς νυκτὸς δ. ἐν φροντίσιν καὶ δέει, Hdn 3, 4, 4, passer toute la nuit dans les préoccupations et la crainte.