διαγωνίζομαι

διαγώνιος

διαγωνιστέον
δια·γώνιος, ος, ον [] diagonal ; subst. ἡ δ. (s. e. γραμμή) ligne en diagonale, diagonale, A. Quint. p. 118.
Étym. διά, γωνία.