διακαίω

διακαλοκἀγαθίζομαι

διακαλύπτω
δια·καλοκἀγαθίζομαι [κᾰᾱᾰ] (seul. prés.) rivaliser de vertu, Diog. (Stob. Fl. 4, 112).
Étym. διά, καλοκἀγαθός.