διάκαμψις

διακανάζω

διακαπηλεύω
*δια·κανάζω ou δια·κανάσσω [κᾰ] (seul. ao. 3 sg. διεκάναξε) traverser avec bruit, acc. Eur. Cycl. 157.
Étym. διά, cf. καναχέω et ἐγκανάσσω.