διακαραδοκέω-ῶ

διακάρδιος

διακαρτερέω-ῶ
δια·κάρδιος, ος, ον, qui pénètre au fond du cœur, qui déchire le cœur (douleur) Jos. A.J. 19, 8, 2.
Étym. διά, καρδία.