διακαθαρίζω

διακάθαρσις

διακαθέζομαι
διακάθαρσις, εως () [κᾰ]
1 purification complète, Plat. Leg. 735d ||
2 émondage, Th. H.P. 2, 7, 1 ; C.P. 2, 12, 6 ; Corn. 154.
Étym. διακαθαίρω.