Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διακινέω-ῶ
διακίνημα
διακίνησις
διακίνημα,
ατος
(
τὸ
)
légère luxation,
t. de méd.
Hpc.
775
h ;
Gal.
12, 2259
.
Étym.
διακινέω
.