διακοσιάκις

διακόσιοι

διακοσιοντάχους
διακόσιοι, αι, α [ᾱκ] deux cents, Hom. Att. etc. ; au sg. avec un n. collect. ἵππος δ. Thc. 1, 62, 200 chevaux, c. à d. 200 cavaliers ||
E Ion. διηκόσιοι, Il. 8, 233 ; 9, 383 ; Hdt. Hpc. etc.