διάκοψις

διακράζω

διακρανάω
δια·κράζω :
1 crier continuellement, Ar. Av. 307 (part. pf. plur. διακεκραγότες) ||
2 crier à qui mieux mieux : τινί, Ar. Eq. 1403 (inf. pf. διακεκραγέναι) avec qqn.