διακρημνίζω

διακρηνάω-ῶ

Διάκρια
*δια·κρηνάω-ῶ, seul. dor. δια·κρανάω-ῶ [ᾱν] (seul. 2 pl. ao. διεκρανάσατε, vulg. διεκρανώσατε) faire couler comme d’une source, acc. Thcr. Idyl. 7, 154.
Étym. διά, κρήνη.