διακωμῳδέω-ῶ

διακωχή

διαλαϐή
διακωχή, ῆς ()
1 relâche, répit, Thc. 3, 87 ||
2 particul. trêve, DC. 39, 47 ; 41, 25 ; 47, 27 ; 75, 9 ||
E Att. διοκωχή, Thc. l. c.
Étym. διά, ἔχω, avec redoubl.