Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαλαιμοτομέω-ῶ
διαλακέω-ῶ
διαλακτίζω
δια·λακέω-ῶ
[
ᾱκ
] (
seul.
part. ao.
-ήσαντα
) craquer, éclater,
Ar.
Nub.
410
.