διαλάμπω

διάλαμψις

διαλανθάνω
διάλαμψις, εως () action de briller au milieu de, d’où éclat, Arstt. Meteor. 2, 9, 19 ; P. Alex. Apot. 37, p. 99, l.8 Boer.
Étym. διαλάμπω.