διαλείϐομαι

διάλειμμα

διαλειπτόν
διάλειμμα, ατος (τὸ) intervalle, Plat. Tim. 59b ; Arstt. P.A. 4, 5, 39 ; intervalle de temps, Pol. 1, 66, 2 ; ἐκ διαλειμμάτων, Plut. Per. 7, à intervalles ; particul. en parl. de musique, Arstt. Probl. 19, 41.
Étym. διαλείπω.