διαλεκτικός

διαλεκτικῶς

διάλεκτος
διαλεκτικῶς, adv.
1 en dialecticien, Plat. Phil. 17a, Men. 75e; Arstt. An. 1, 1 ||
2 en manière d’argument, Arstt. Top. 1, 14, 5 ||
Cp. -ώτερον, Plut. M. 668d.