Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαλεπτολογέομαι-οῦμαι
διάλεπτος
διαλεπτουργέω-ῶ
διά·λεπτος,
ος, ον,
très mince,
Ar.
Nub.
160 dout.