διαλλαγή

διάλλαγμα

διαλλακτήρ
διάλλαγμα, ατος (τὸ)
1 objet donné en échange ou substitué (à un autre) Eur. Hel. 586 ||
2 différence, DH. 7, 64.
Étym. διαλλάσσω.