διαλόγισμα

διαλογισμός

διαλογιστέον
διαλογισμός, οῦ ()
1 calcul, Dém. 951, 20 ||
2 raisonnement, Plat. Ax. 367a ; Str. 284 ||
3 conversation, discussion, Plut. M. 180c.
Étym. διαλογίζομαι.