διάλυσις

διαλυσίφιλος

διαλυτέον
διαλυσί·φιλος, ος, ον [ῡῐῐ] qui sépare des amis, qui détruit l’amitié ou l’amour, Anth. 5, 21.
Étym. διαλύω, φίλος.