Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διάμειψις,
εως
(
ἡ
)
échange,
Plut.
Fab.
7
,
Pyrrh.
17
.
Étym.
διαμείϐω
.