Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμειδιάω-ῶ
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
δι·άμειπτος,
ος, ον
[
ᾰ
] changeant,
Sapph.
(
Dysc.
Pron.
384
c
).
Étym.
διαμείϐω
.