διαμέλλω

διαμέμφομαι

διαμένω
δια·μέμφομαι, blâmer fortement : τινά τινος, Isocr. 26a ; τινα ἐπί τινι, DC. 46, 51, qqn de qqe ch. ; τινὰ ὅτι, Arstt. P.A. 3, 2, 10, qqn de ce que, etc. ; δ. τι, Thc. 8, 89, critiquer qqe ch.