διαμερίζω

διαμερισμός

διάμεσος
διαμερισμός, οῦ ()
1 partage, distribution, DS. 11, 47 ; Spt. Ezech. 48, 19 ; Jos. A.J. 10, 11, 7 ||
2 division, dissension, NT. Luc. 12, 51.
Étym. διαμερίζω.