διαμεστόω-ῶ

διαμέσως

διαμετρέω-ῶ
διαμέσως, adv. au milieu de, gén. CIA. 2, 1054, 13 (347 av. J.-C.) dout. (sel. Köhler, διὰ μέσης, etc.).
Étym. διάμεσος.