Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμονομαχέω-ῶ
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι-οῦμαι
διά·μορφος,
ος, ον,
enveloppé
ou
revêtu d’une forme,
Empéd.
126 Mullach
.
Étym.
διά, μορφή
.