διαμφισϐητέω-ῶ

διαμφισϐήτησις

διαμφοδέω-ῶ
διαμφισϐήτησις, εως () contestation, discussion, Arstt. Pol. 1, 8, 2 ; Plut. Æmil. 1.
Étym. διαμφισϐητέω.