διαμύδησις

διαμυθολογέω-ῶ

διαμυκτηρίζω
δια·μυθολογέω-ῶ []
1 exprimer par des paroles, Eschl. Pr. 889 ; τι, Plat. Leg. 632f, qqe ch. ||
2 s’entretenir, converser : πρὸς ἀλλήλους, Plat. Ap. 39e, les uns avec les autres ; περί τινος, Plat. Phædr. 70b, au sujet de qqe ch.