διαμηρύω

διαμηχανάομαι-ῶμαι

διαμηχανητέον
δια·μηχανάομαι-ῶμαι [χᾰ] essayer par toute sorte de moyens, avec l’inf. Plat. Conv. 179d ; avec ὅπως, Ar. Eq. 917.