Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμηρίζω
διαμηρισμός
διαμηρυκάομαι-ῶμαι
διαμηρισμός,
οῦ
(
ὁ
)
action d’écarter les cuisses,
Zénon
(
Plut.
M.
653
e
).
Étym.
διαμηρίζω
.