Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαμωκάομαι-ῶμαι
διαμώκησις
διαναϐάλλομαι
διαμώκησις,
εως
(
ἡ
)
moquerie, raillerie,
Ath.
220
b
.
Étym.
διαμωκάομαι
.