Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Διάνασσα
διανάστασις
διαναστατέον
διανάστασις,
εως
(
ἡ
)
[
τᾰ
] action de se lever,
Hpc.
1212
h ;
Pol.
5, 70, 8
.
Étym.
διανίστημι
.