διανίσσομαι

διανίστημι

διάνιψις
δι·ανίστημι (f. διαναστήσω, etc.)
I tr.
1 faire lever, relever, acc. DH. 4, 2 ||
2 fig. relever, restaurer, acc. DH. 6, 12 ||
II intr. (ao. 2 διανέστην, pf. διανέστηκα; et moy. διανίσταμαι, f. διαναστήσομαι, etc.)
1 se relever, Arstt. Œc. 1, 6, 6 ; Pol. 3, 74, 1 ||
2 s’écarter de (ses intérêts) gén. Thc. 4, 128.