διαπεριπατέω-ῶ

διαπερονάω-ῶ

διαπέρχομαι
δια·περονάω-ῶ, agrafer, DS. 4, 64 (part. ao. -ήσας) ; au pass. DH. 9, 64.
Étym. part. ao. -ηθείς.