διαφανής

διαφανῶς

διαφαρμακεύω
διαφανῶς [ᾰν] adv. clairement, évidemment, Thc. 2, 65 ; Xén. An. 6, 1, 24 ; Str. 443 ||
Sup. -φανέστατα, DC. 37, 46.