διαφόρως

διάφραγμα

διαφράγνυμι
διάφραγμα, ατος (τὸ) séparation, cloison, barrière, Thc. 1, 133 ; DS. 1, 33 ; Héron Spir. 161 ; δ. τοῦ μυκτῆρος, Arstt. H.A. 1, 11, 8, cloison ou cartilage qui sépare les narines ; particul. t. de méd. diaphragme, Plat. Tim. 70a, 84d ; Gal. 8, 611 ; 9, 364 ; Ruf. p. 47.
Étym. διαφράσσω.