διαφραδέως

διαφράζω

διαφρακτέον
δια·φράζω (seul. ao. 3 sg. διεπέφραδε [ᾰδ]) dire clairement, dire, Il. 18, 9 ; Od. 6, 47 ; A. Rh. 1, 848 ; 3, 741 ; Opp. C. 4, 378 ; Q. Sm. 3, 80 ; 9, 409.