Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαφρύγω
διαφυάς
διαφυγγάνω
διαφυάς,
άδος
(
ἡ
)
c.
διαφυή,
DS.
1, 47 ;
5, 22
.
Étym.
var.
διαφυάδας,
p.
διαφυάς
.