Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαφυή
διαφυλακτέος
διαφυλακτικός
διαφυλακτέος,
α, ον
[
ῠ
]
vb. de
διαφυλάσσω,
Xén.
Cyr.
5, 3, 43 ;
Arstt.
Rhet. Al.
c. 3
.