διαφῆκα

διαφημίζω

διαφθάνω
δια·φημίζω (impf. διεφήμιζον, ao. διεφήμισα) faire connaître partout, divulguer, Arat. 221 ; DH. 11, 46 ; NT. Marc. 1, 45 ||
Moy. (ao. 3 pl. διεφημίξαντο, DP. 26) m. sign.
Étym. διά, φήμη.