Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαπλάσσω
διαπλαστικός
διαπλατύνω
διαπλαστικός,
ή, όν,
c.
πλαστικός
,
Gal.
3, 71
d
;
A. Aphr.
Probl.
66, 5
.
Étym.
διαπλάσσω
.