διαπλέω

διάπλεως

διαπληκτίζομαι
διά·πλεως, ως, ων, entièrement plein, Crat. (Com. fr. 2, 178) ||
E Plur. fém. διάπλεαι, Plut. Tim. 11 ; neutre διάπλεα, Th. C.P. 2, 1, 4.