διαποθνῄσκω

διαποιέω-ῶ

διαποικίλλω
δια·ποιέω-ῶ, achever, réaliser, DH. 5, 45 (part. ao. -ήσαντας) dout. ; Spt. Dan. 8, 24 (fut. -ήσει) dout.