διαποικίλλω

διαποίκιλος

διαποιμαίνω
δια·ποίκιλος, ος, ον [κῐ]
1 tacheté, rayé, strié, Hpc. 219b ; Arstt. H.A. 4, 1, 25 ||
2 vêtu d’habits brodés, Luc. Nec. 12.
Étym. διά, ποικίλος.