Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαπολεμέω-ῶ
διαπολέμησις
διαπολιορκέω-ῶ
διαπολέμησις,
εως
(
ἡ
)
achèvement d’une guerre,
Thc.
7, 42
.
Étym.
διαπολεμέω
.