Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαπορία
διαπόρφυρος
διαποστέλλω
δια·πόρφυρος,
ος, ον
[
ῠ
] mêlé de pourpre,
Diosc.
1, 10
.
Étym.
διά, πορφύρα
.